ἀθερίνας

ἀθερίνας
ἀθερίνᾱς , ἀθερίνη
smelt
fem acc pl
ἀθερίνᾱς , ἀθερίνη
smelt
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αθερινιό — το και ιά, η και ιός, ο [αθερίνα] λεπτό δίχτυ για το ψάρεμα τής αθερίνας και γενικά μικρών ψαριών, αθερινόδιχτο …   Dictionary of Greek

  • αθερινόψυχος — η, ο κυριολ. αυτός που έχει ψυχή μικρή σαν τής αθερίνας, δηλ. μικρόψυχος, δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθερίνα + ψυχή] …   Dictionary of Greek

  • θερίνα — η ζωολ. κοινή ονομασία τής αθερίνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. αθερίνα] …   Dictionary of Greek

  • μεμβράς — μεμβράς, άδος, ἡ (Α) είδος μικρής άφυας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. προέρχεται από τον τ. βεμβράς* «είδος άφυας, αθερίνας», με ανομοιωτική τροπή τού β σε μ ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”